επισιμώ

επισιμώ
ἐπισιμῶ, -όω (Α)
1. κυρτώνω, καμπυλώνω
2. στρέφω την πορεία μου προς τα πλάγια («ὁ δ’ ‘Αγησίλαος ἰδών ταῡτα πρὸς ἐκείνους μὲν οὐκ ἦγεν ἐπισιμώσας δὲ πρὸς τὴν πόλιν ᾔει», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σιμώ (< σιμός) «ζαρώνω τη μύτη μου
κάμπτω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”